ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΑΘΗΝΑ
ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
Η διαμεσολάβηση δύναται αποφασιστικά με την συναίνεση των μερών και τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, filippidislaw.com, να συμβάλλει στην άμεση και οικονομική επίλυση και ρύθμιση της διαφοράς, με τη συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών, απομακρύνοντας τα μέρη από έναν αβέβαιο χρονοβόρο, ψυχικά επώδυνο και δαπανηρό δικαστικό αγώνα.
Τα μέρη συμμετέχουν στη διαδικασία διαμεσολάβησης με την ελεύθερη βούλησή τους, με καλή πίστη και με σκοπό να επιλύσουν τη διαφορά τους με την συνδρομή του διαμεσολαβητή.
Ο διαμεσολαβητής filippidislaw.com συνδράμει στη διερεύνηση επίλυσης της διαφοράς και δεν λαμβάνει αποφάσεις, δεν παρέχει νομικές υπηρεσίες στα μέρη για την προάσπιση των συμφερόντων τους, για τα οποία αποκλειστικά αρμόδιοι είναι οι παριστάμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, ενεργεί αμερόληπτα και διευκολύνει το μεταξύ τους διάλογο και τη διαπραγμάτευση.
Ο διαμεσολαβητής filippidislaw.com επικοινωνεί και συναντάται στο πλαίσιο της διαδικασίας σε κοινές συναντήσεις με τα μέρη και με καθένα από αυτά ξεχωριστά.
Οι πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής filippidislaw.com κατά τις επαφές αυτές από το κάθε μέρος, δεν γνωστοποιούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του και την έγκρισή του.
Τα μέρη εφόσον κρίνουν σε κάποιο στάδιο της διαμεσολάβησης ότι δεν έχει προοπτική η συνέχεια της διαμεσολάβησης, δύνανται ελεύθερα να αποχωρήσουν από τη διαδικασία οποτεδήποτε, χωρίς να αιτιολογήσουν την αποχώρηση.
Ο διαμεσολαβητής δύναται να διακόψει τη διαδικασία σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, εάν κρίνει ότι η υπόθεση είναι απρόσφορη για τη συνέχεια της διαμεσολάβησης ή εάν η διαδικασία έχει περιέλθει σε αδιέξοδο ή εάν θα διευθετηθεί η διαφορά με συμφωνία παράνομη ή εάν η συνέχιση της διαμεσολάβησης είναι απίθανο να οδηγήσει στη διευθέτηση της διαφοράς ή εάν ένα από τα μέρη αποχωρήσει από την διαδικασία.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν τηρούνται πρακτικά. Τα μέρη δεσμεύονται να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας, να απέχουν από κάθε γνωστοποίηση σε τρίτο για ότι σχετικό έγγραφο ή πληροφορία ή πρόταση έχουν υπαγάγει με τη διαφορά τους στη διαμεσολάβηση και να τηρήσουν το απόρρητο του αποτελέσματος και του περιεχομένου της συμφωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4640/2019.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας και την επιτυχή της έκβαση, συντάσσεται πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από το διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Κάθε μέρος, επιβαρύνεται με την αμοιβή του διαμεσολαβητή ισότιμα, με την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, καθώς και με την αμοιβή τυχόν εμπειρογνωμόνων και τεχνικών του συμβούλων, που χρησιμοποίησε στη διαδικασία.
Στην αγγλοσαξονική θεωρία και πράξη γίνεται συχνά λόγος για τα «4 Cs» τα οποία χαρακτηρίζουν τη διαμεσολάβηση:
Consensus (η συναίνεση), έχει την έννοια ότι η διαδικασία της διαμεσολάβησης και η έκβασή της εξαρτάται καθ’ ολοκληρία από τη βούληση των μερών,
Continuity (η συνέχεια), έχει την έννοια ότι η διαμεσολάβηση επιτρέπει τη διατήρηση των επαγγελματικών σχέσεων μεταξύ των αντίμαχων πλευρών (on-going relationship), εν αντιθέσει με τη δίκη που οδηγεί τις σχέσεις των διαδίκων σε ανιούσα κλιμάκωση της έριδος,
Control (ο έλεγχος), έχει την έννοια ότι στη διαμεσολάβηση η εξέλιξη της υπόθεσης εξαρτάται από τη διάθεση των μερών για την ανεύρεση της πιο κατάλληλης γι’ αυτούς λύσης,
Confidentiality (η εχεμύθεια), εκφράζει την αρχή της εμπιστευτικότητας που ισχύει σε όλες τις συζητήσεις και πράξεις των ενδιαφερομένων και συμμετεχόντων μερών (άρθρο 5 του νόμου).
Με τη διαμεσολάβηση μπορούμε μαζί το διαμεσολαβητή να αποτρέψουμε νωρίτερα τις μικρές διαφορές απόψεων που μπορούν μερικές φορές να μετατραπούν σε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα.
Η διαμεσολάβηση προτείνει λύσεις αποτελεσματικότητας στο πρόβλημα κάθε διαφοράς που ενάγεται στο Δικαστή και στο Δικαστήριο με τις ισχύουσες κάθε φορά νομοθετικές διατάξεις.
Η διαμεσολάβηση λειτουργεί ανεξάρτητα από το αποδεικτικό υλικό και έξω από τα στεγανά του δίκαιου ή του άδικου, με απόλυτη ευελιξία στη διαδικασία, της οποίας εγγυητής είναι ο διαμεσολαβητής και με γνώμονα τη συνεκτίμηση των συμφερόντων των εμπλεκόμενων μερών και την προοπτική ως φυσικά πρόσωπα ή ως επιχειρήσεις αποσκοπώντας στην προσωπική, επαγγελματική και οικονομική ευημερία τους.
Στη διαμεσολάβηση ενδέχεται να συμμετέχουν μέρη εμπλεκόμενα με την επίδικη διαφορά με διαφορετικές πολιτισμικές και θρησκευτικές καταβολές. Ο διαμεσολαβητής διεξάγει τη διαμεσολάβηση με τη γνώση και την ευαισθησία του, ώστε να επιλύονται όταν ανακύπτουν αιτίες που οδηγούν σε πολιτισμικά και θρησκευτικά ζητήματα.
Στη διαμεσολάβηση η διαδικασία είναι ευέλικτη και τα ζητήματα ρυθμίζονται με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή και τη συμφωνία των μερών.
Στη διαμεσολάβηση κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να συμμετάσχει στη διαδικασία.
Ο διαμεσολαβητής και κάθε μέρος έχει τη δυνατότητα να διακόψει τη διαδικασία, εφόσον κρίνει ότι θα είναι άκαρπη η συνέχεια και αποφασίσει να αποχωρήσει από τη διαμεσολάβηση.
Ο διαμεσολαβητής δεν παίρνει θέση, παραμένει ουδέτερος, ανεξάρτητος και αμερόληπτος. Για το λόγο αυτό ο διαμεσολαβητής δεν βρίσκει λύσεις ούτε λαμβάνει αποφάσεις. Ο διαμεσολαβητής είναι ουδέτερος όσον αφορά την έκβαση της διαδικασίας διαμεσολάβησης, ανεξάρτητος και ταυτόχρονα παραμένει αμερόληπτος έναντι των εμπλεκομένων μερών.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι εμπιστευτική συνεπώς οτιδήποτε συζητείται στη διάρκεια της διαμεσολάβησης και για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη προστατεύεται από το απόρρητο και το καθήκον της εμπιστευτικότητας. Το σύνολο των στοιχείων τα οποία κοινολογούνται στη διάρκεια της διαμεσολάβησης και στο πλαίσιο αυτής είναι απόρρητα. Το απόρρητο της διαμεσολάβησης συμβάλλει στη δημιουργία ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης την οποία χρειάζονται τα μέρη, προκειμένου να συμμετέχουν σε μια ειλικρινή συζήτηση σχετικά με το πλήρες φάσμα των πιθανών λύσεων της διαφοράς τους, ενώ θα είναι πιο επιφυλακτικά στο να προτείνουν ή να εξετάσουν επιλογές και προτάσεις με τον φόβο ότι σε πιθανή δίκη μπορεί να εκληφθούν ως παραχώρηση και να στραφούν εναντίον τους.
Η διάρκεια της δίκης είναι χρονοβόρα και ψυχικά επίπονη με συγκρούσεις και νομικά προσχώματα, που οδηγούν σε αναποτελεσματικές αναβολές και καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης. Η συμμετοχή των εμπλεκόμενων μερών στη δίκη είναι σχεδόν παθητική με τον κύριο λόγο στους δικηγόρους και στους μάρτυρες. Στη διαμεσολάβηση τα μέρη συμμετέχουν ενεργά και αναζητούν από κοινού μια δημιουργική λύση που θα τους οδηγήσει στην συμφωνία.
Στη διαμεσολάβηση εφόσον τα μέρη συμφωνούν και ο διαμεσολαβητής το κρίνει εφικτό και δέον μπορούν να συμμετέχουν και τρίτοι, η παρουσία των οποίων ενδέχεται να διευκολύνει την εξεύρεση από τα μέρη της κοινά αποδεκτής λύσης.
Η διαμεσολάβηση προσφέρει απλόχερα στα μέρη τη δυνατότητα να ακουστούν και να βιώσουν τα συναισθήματα που θα τους οδηγήσουν στην πορεία της διαμεσολάβησης στις κρίσιμες επιλογές του τρόπου και του χρόνου της συμφωνίας επίλυσης της διαφοράς.
Η απόφαση του Δικαστηρίου εξαρτάται από τον Δικαστή, ένα τρίτο μέρος έναντι της διαφοράς, συνδυασμένο με φόρτο εργασίας, ζητήματα τήρησης δικονομικών κανόνων και από την επιρροή των διαδίκων της κάθε πλευράς στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης.
Στη διαμεσολάβηση δεν νοείται απόφαση του διαμεσολαβητή, αλλά συμφωνία των μερών και πρακτικό επιτυχίας της διαμεσολάβησης.
Όπως γίνεται αντιληπτό ο ρόλος των μερών είναι πολύ ενεργός και αποφασιστικός στην απόφαση διακοπής ή αναστολής προσφυγής στη δικαστική διαμάχη, καθώς ενώ αναστέλλονται οι προθεσμίες και οι εμπόλεμες νομικές διαδικασίες, η απόφαση των μερών συναρτάται με το οικονομικό κόστος που ενώ ξεκινά σχετικά χαμηλό στην πορεία πολλαπλασιάζεται σε βαθμό ενδεχόμενης αδυναμίας να ανταποκριθούν τα μέρη ισότιμα στον οικονομικό ανταγωνισμό, ο οποίος εν τέλει οδηγεί τα μέρη σε μια άνιση προσπάθεια επικράτησης του ισχυρότερου.
Στη διαμεσολάβηση διασφαλίζεται από τον διαμεσολαβητή η ισοτιμία των μερών, ώστε να παρέχονται στα μέρη ίσες ευκαιρίες συμμετοχής στη διαδικασία διαμεσολάβησης.
Ο διαμεσολαβητής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης διασφαλίζει την ισόρροπη διαπραγματευτική ισχύ των μερών.
Η κρίση της Ελληνικής Δικαιοσύνης έχει πολλές αδυναμίες και προβλήματα καθυστέρησης έκδοσης τελεσίδικης απόφασης, με αναβολές, δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες στο πλαίσιο των δικονομικών κανόνων.
Συχνά τα εμπλεκόμενα μέρη εξοικειώνονται χρόνο με το χρόνο με την πλασματική κατάσταση που βιώνουν και αναμένουν παθητικά την έκβαση της υπόθεσης αφήνοντας σε τρίτα πρόσωπα να την επιλύσουν εγκλωβισμένοι στις αρχικές τους προσδοκίες με την αίσθηση ότι η νίκη είναι δεδομένη και προσδοκώντας αμφότερα τα μέρη τα καλλίτερα γι’ αυτά αποτελέσματα.
Η διαμεσολάβηση βοηθά τα μέρη να λειτουργούν προς όφελός τους με την άμεση και οικονομική επίλυση της διαφοράς τους με την βοήθεια του διαμεσολαβητή με ειδικές δεξιότητες και με την ανάπτυξη προβληματισμών που συνθέτουν την ολιστική προσέγγιση της διαφοράς και των αιτίων που οδήγησαν στην σύγκρουση.
Η διαμεσολάβηση δεν έχει να κάνει με τη νίκη ή την ήττα για τα εμπλεκόμενα μέρη και η επιτυχία της συμφωνίας τους είναι στο να μείνουν τα μέρη ικανοποιημένα από την επίλυση της σύγκρουσης (win-win).