Στην οικογενειακή διαμεσολάβηση με οικογενειακές διαφορές που αφορούν παιδιά, εφόσον κρίνεται ωφέλιμη η συμμετοχή τους τότε αυτή λαμβάνεται υπόψη ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά τους. Τα εμπλεκόμενα μέρη συχνά αφού «ακούσουν» την πλευρά του παιδιού κατανοούν τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του, με πληροφορίες που θα αποδειχθούν σημαντικές στην πορεία της διαμεσολάβησης και στην επίλυση της διαφοράς, καθώς ενδέχεται να προσφέρονται ως νέα δεδομένα στην πορεία της διαμεσολάβησης που θα οδηγήσουν τα μέρη να διακρίνουν ποιες λύσεις είναι προς το συμφέρον τους και ποιες προς το συμφέρον του παιδιού.
Στη διαμεσολάβηση το δικαίωμα του παιδιού να εκφράζει την άποψή του γίνεται σεβαστό και ταυτόχρονα δίνεται η ευκαιρία στα εμπλεκόμενα μέρη να γνωρίσουν νέα δεδομένα σε σχέση με την επίδικη διαφορά.
Στη διαμεσολάβηση τα μέρη τείνουν με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή να ευαισθητοποιούνται και να επιλέγουν συχνά λύσεις απέναντι στις επιθυμίες τους και προς όφελος του παιδιού τους.
Ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να εισαχθεί η γνώμη ενός παιδιού στη διαμεσολάβηση και το κατά πόσον είναι σκόπιμη η άμεση ή έμμεση συμμετοχή του παιδιού είναι ζητήματα που πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά ανάλογα με τις περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης.
Συχνά τα εμπλεκόμενα μέρη εξοικειώνονται χρόνο με το χρόνο και με την πλασματική κατάσταση που βιώνουν και αναμένουν παθητικά την έκβαση της υπόθεσης αφήνοντας σε τρίτα πρόσωπα να την επιλύσουν εγκλωβισμένοι στις αρχικές τους προσδοκίες με την αίσθηση ότι η νίκη είναι δεδομένη και προσδοκώντας αμφότερα τα μέρη τα καλλίτερα γι’ αυτά αποτελέσματα.
Στη διαμεσολάβηση ενδέχεται να συμμετέχουν μέρη εμπλεκόμενα με την επίδικη διαφορά με διαφορετικές πολιτισμικές και θρησκευτικές καταβολές. Ο διαμεσολαβητής διεξάγει τη διαμεσολάβηση με τη γνώση και την ευαισθησία του, ώστε να επιλύονται όταν ανακύπτουν αιτίες που οδηγούν σε πολιτισμικά και θρησκευτικά ζητήματα.
Ο ρόλος των μερών στην απόφαση της προσφυγής στη Δικαιοσύνη, αναστέλλοντας τις προθεσμίες και τη διαδικασία, είναι πολύ ενεργός και αποφασιστικός, καθώς συναρτάται και με το κόστος των δικαστικών εξόδων, το οποίο ενώ ξεκινά σχετικά χαμηλό στην πορεία αυξάνεται και πολλαπλασιάζεται σε τέτοιο βαθμό που οδηγεί τα μέρη στην ενδεχόμενη αδυναμία να ανταποκριθούν ισότιμα στον οικονομικό ανταγωνισμό και εντέλει στην προσπάθεια επικράτησης του ισχυρότερου.
Ο διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να προσεγγίσουν την ευαίσθητη περιοχή της συναισθηματικής φόρτισης της σύγκρουσης με ουδέτερο και αμερόληπτο τρόπο, ώστε να φτάσουν στην καρδιά της σύγκρουσης και να διαισθανθούν την ωφέλεια της διαφυγής από την συναισθηματική σύγκρουση ώστε να καταλήξουν στη συμφερότερη για το κάθε εμπλεκόμενο μέρος επιλογή της συμφωνίας με την κοινή λύση που θα τους οδηγήσει στην πόρτα του τερματισμού της σύγκρουσης.
Η διαμεσολάβηση δεν έχει να κάνει με τη νίκη ή την ήττα για τα εμπλεκόμενα μέρη και η επιτυχία της συμφωνίας τους είναι στο να μείνουν τα μέρη ικανοποιημένα από την επίλυση της σύγκρουσης (win-win).